Ad Code

Ο ρόλος των γονέων στον παιδικό αθλητισμό


 Η στάση των γονέων στον αθλητισμό, εξαρτάται κατά πολύ από τις προσδοκίες που οι ίδιοι έχουν σχετικά με την εξέλιξη του παιδιού-αθλητή.

Στην ηλικία των 7-10 τα παιδιά βρίσκονται στη φάση της εξειδικευμένης κίνησης και συνήθως είναι σε θέση να εκφράσουν επιθυμίες σχετικά με τη συμμετοχή τους σε κάποιο άθλημα.

Η επιλογή αυτή θα γίνει σύμφωνα με διάφορους παράγοντες κάποιοι από τους οποίους μπορεί να είναι: 

(α) η συμμετοχή του κολλητού φίλου στο συγκεκριμένο άθλημα,

(β) η προβολή του αθλήματος μετά από κάποια επιτυχία,

(γ) η ύπαρξη κάποιου συλλόγου ή αθλητικού κέντρου κάπου κοντά στο σπίτι καθώς, επίσης, και

(δ) η αρέσκεια και η συμμετοχή των γονιών στο παρελθόν στο συγκεκριμένο σπορ. 

Όποιος και αν είναι ο λόγος είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα παιδιά μέσα από τη συμμετοχή τους στον αθλητισμό αποζητούν την αποδοχή και την επιβράβευση από τους γονείς, αλλά και οι γονείς αποζητούν πολλές φορές συγκεκριμένα οφέλη.

Αυτό που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο είναι ότι στις ηλικίες αυτές τα παιδιά πρέπει να βιώνουν αισθήματα χαράς, ευφορίας και επάρκειας μέσα από τη συμμετοχή τους στις διάφορες αθλητικές δραστηριότητες. Στόχος πρέπει να είναι η διασκέδαση, η εκμάθηση του αθλήματος μέσα από διαδικασίες εκπαίδευσης τέτοιες όπου το παιδί να αντιλαμβάνεται την προσωπική του βελτίωση και εξέλιξη και να βιώνει αυτοπεποίθηση γι’ αυτήν την πρόοδο.

Τελικός σκοπός είναι:

  • η ανάπτυξη,
  • η μόρφωση και
  • η ολοκλήρωση του παιδιού ως προσωπικότητα.

Μιλώντας για αθλητική ανάπτυξη και βελτίωση στοχεύουμε σε μια πολύπλευρη ανάπτυξη γιατί υποστηρίζουμε ότι το παιδί  δεν είναι μόνο αθλητής. Είναι παιδί που κάνει αθλητισμό!

Ο ρόλος των γονέων στον αθλητισμό μπορεί να είναι ανασταλτικός ή βοηθητικός – υποστηρικτικός ανάλογα με τη συμπεριφορά τους.

Στις νεαρές ηλικίες οι γονείς οφείλουν να κάνουν εποικοδομητική κριτική και να εστιάζουν στο τι πρέπει να κάνουν τα παιδιά τους την επόμενη φορά και όχι στα λάθη που έκαναν. Αλλά ακόμη και αυτό πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε το παιδί να μην αισθανθεί ανικανότητα και μείωση της προσωπικότητας του.   Η υπερπροστατευτικότητα, ο «οπαδισμός», η εστίαση στη νίκη και η συνεχής κριτική και ενασχόληση με κάτι που για τα παιδιά πρέπει να αποτελεί διασκέδαση και όχι υποχρέωση πρέπει να αποφεύγονται από τους γονείς.

Η συνεισφορά των γονέων έγκειται στην παροχή υλικής, συναισθηματικής και ψυχολογικής υποστήριξης προς τους νεαρούς αθλητές.

Οι πιο συχνές ερωτήσεις που κάνουν συνήθως οι γονείς τόσο στους προπονητές και τον αθλητικό ψυχολόγο, όσο και στις μεταξύ τους συζητήσεις είναι:

  • Πρέπει το παιδί μου να λαμβάνει μέρος σε αγώνες;
  • Πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι στην ήττα;
  • Πρέπει να βλέπει το παιδί μου κάποιον ειδικό και γιατί;
  • Να παρακολουθώ τις προπονήσεις / αγώνες ή όχι;
  • Ποια πρέπει να είναι η σχέση μου με τον προπονητή;

Το παιδί αναμφίβολα μέσα από τη συμμετοχή του στον αθλητισμό έχει τόσο άμεσα (θετική εικόνα σώματος, βελτίωση φυσικής κατάστασης, αποφυγή παχυσαρκίας), όσο και έμμεσα οφέλη (κοινωνικοποίηση, αισθήματα επάρκειας – χαράς, αύξηση αυτοπεποίθησης).

Η σχέση με των γονιών με τον προπονητή πρέπει να είναι μια σχέση συνεργασίας. Έχουμε δικαίωμα και υποχρέωση να μοιραζόμαστε τις αγωνίες και τους προβληματισμούς μας με τον προπονητή, να ενημερώνουμε και να ενημερωνόμαστε για την εξέλιξη και την πορεία του παιδιού μας χωρίς όμως διάθεση παρέμβασης και υπόδειξης. Είναι λάθος να δίνουμε προπονητικές οδηγίες και να διορθώνουμε τεχνικά το παιδί γιατί λαμβάνει μηνύματα που το μπερδεύουν. Είμαστε γονείς και όχι προπονητές – αυτόν το ρόλο ας τον επωμιστεί κάποιος άλλος.

Στόχος είναι το παιδί να βιώνει χαμηλά αισθήματα έντασης, θλίψης, κόπωσης, σύγχυσης, άγχους και υψηλά επίπεδα ενέργειας, αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης.

Ένα σωστά εκπαιδευμένο παιδί, γίνεται ένας ώριμος έφηβος και ένας ολοκληρωμένος συναισθηματικά ενήλικας.

Φρόσω Πατσου Ψυχολόγος

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια